Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr. 31/03 21:53

mpithas

Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του π. Χρισόδουλου Μπίθα, το Σάββατο 1η Απριλίου και ώρα 7μμ στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Νέου Ψυχικού, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο, για τη διακριτική “παρουσία” του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη στις ζωές των συνανθρώπων μας!

Από τον Οκτώβριο άρχισε να πίνει. Προτιμώ αυτό από τα χάπια, αποφάσισε – ήταν εξοικειωμένη με το αλκοόλ. Γύριζε στο σπίτι στις οκτώ, έτρωγε πρόχειρα κι ύστερα γέμιζε το ποτήρι της μέχρι πάνω. Έβαζε μουσική, άνοιγε την τηλεόραση, έπιανε το τάμπλετ και περιπλανιόταν στα κοινωνικά δίκτυα. Χάζευε τις ζωές των άλλων.

Σκοτώνω τον χρόνο μου συνειδητά, αφού δεν έχω ζωή. Τις έχασα πια τις ευκαιρίες μου, δεν έχω τίποτε να περιμένω, μόνο τα άσχημα έπονται… Σκοτεινές οι σκέψεις και το οινόπνευμα δεν πολυβοηθούσε, απλώς μαλάκωνε τον πόνο κι έριχνε λίγο βάλσαμο στον χρόνο που έμοιαζε αδυσώπητος.

Η οδύνη από την συγκεκριμένη απόφαση λες κι είχε ανοίξει το πιθάρι της Πανδώρας και πετάχτηκαν από μέσα όλες οι πικρές διαπιστώσεις για τις αποτυχίες και τα αδιέξοδα στην προσωπική της ζωή. Ο πόνος έφερε στην επιφάνεια την παραδοχή πως δεν είχε πλέον κανένα νόημα πέρα από την καταξίωση στην δουλειά. Επιπλέον, η ηλικία της άρχισε να την βαραίνει πολύ.

Άρχισε να ντύνεται με ραθυμία. Η Μάρω, η κολλητή της φίλη, την είχε πείσει να πάνε για Σαββατοκύριακο μέχρι τον Ωρωπό, όπου είχε το εξοχικό της. «Έλα να ξεσκάσεις! Φτάνει πια το μοιρολόι, η ζωή είναι μικρή για να ’ναι θλιβερή». Στην αρχή έφερε αντιρρήσεις. Προτιμούσε να περάσει την μέρα στο κρεβάτι της, να πιει τα ποτά της και να βυθιστεί στο συνδρομητικό κανάλι. Τελικά πείστηκε. Τουλάχιστον θα έβλεπε λίγο φύση.

Στη διαδρομή μίλησαν περί ανέμων και υδάτων. Στο εξοχικό ξεχάστηκε με τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν στον κήπο κι ύστερα η φίλη τής πρότεινε να κάνουν πεζοπορία, να ξεπιαστούν από τις ατέλειωτες ώρες μπροστά στον υπολογιστή. Δεν έφερε αντίρρηση.

Είχε περάσει ήδη μια ώρα όταν αντίκρισαν από μακριά τον λευκό όγκο ενός μεγάλου ναού που δίπλα του είχε ένα τετράγωνο κτίριο. Όλο το συγκρότημα περιβαλλόταν από λευκό ψηλό φράχτη. «Εδώ είναι μοναστήρι. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένας μοναχός που τώρα τον έχουν κάνει Άγιο, κι έρχεται πολύς κόσμος να προσκυνήσει. Θες να πάμε να χαζέψουμε;» πρότεινε η Μάρω.

Δεν είχε και πολλές σχέσεις με την θρησκεία. Στην πραγματικότητα την ενοχλούσαν διάφοροι ρασοφόροι που κατά καιρούς έβλεπε στην τηλεόραση να μιλούν με απόλυτο τρόπο και με απόψεις που της φαίνονταν ακραίες.

Είχε μεγαλώσει σε ένα αδιάφορο θρησκευτικά περιβάλλον. Ο πατέρας άθεος, η μητέρα πήγαινε μόνο τις μεγάλες γιορτές στην κοντινή εκκλησία. Αγαθή γυ­ναίκα ήταν, αλλά δεν διέφερε από τις άλλες μανάδες που δεν πίστευαν, οπότε δεν της είχε τύχει ποτέ να συναντήσει κάποιον Χριστιανό που να την πείθει πως είχε νόημα η πίστη.

Αχνά μόνο, στα μικράτα της, θυμόταν την αγαπημένη Μικρασιάτισσα γιαγιά της να προσεύχεται μπροστά στο εικονοστάσι και να της διηγείται ιστορίες με Αγίους και θαύματα, κι έτσι βαθιά στην μνήμη της είχε διατηρήσει έναν σεβασμό για όσους πίστευαν. Ύστερα από διάφορες αναζητήσεις πλέον δήλωνε άθεη. Τα νεανικά της διαβάσματα δεν την είχαν οδηγήσει πουθενά και, από τότε που έπιασε δουλειά, δεν είχε ξανανοίξει βιβλίο.

Άρχισαν να περιφέρονται στον μεγάλο περίβολο του μοναστηριού σχολιάζοντας όσα έβλεπαν. Η φίλη ήξερε από την μητέρα της κάποιες ιστορίες για τον Άγιο κι άρχισε να τις διηγείται. Αποσπασματικά άκουσε την ιστορία του καλόγερου που από μικρό παιδί είχε αφοσιωθεί στην πίστη του, πως πρώτα πήγε στο Άγιον Όρος κι ύστερα στην επαρχία και μετά σε μια κλινική στο κέντρο της Αθήνας.

Μπήκαν στον μεγάλο καλαίσθητο ναό που έμοιαζε με την Αγια-Σοφιά, ανεβοκατέβηκαν να απολαύσουν την θέα και μετά πήγαν να δούνε το κελί όπου, όπως τους είπαν, είχε μείνει τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο μοναχός, πριν καταλήξει στον Άγιον Όρος, όπου και κοιμήθηκε.

Μια ανεξήγητη γαλήνη την πλημμύρισε καθώς κοντοστάθηκαν απέναντι από το κρεβάτι του γέροντα Πορφύριου –έτσι τον έλεγαν– πλάι σε μια μεγάλη μαντεμένια σόμπα. Ξάφνου ένιωσε μια έντονα ευχάριστη μυρωδιά να κυριαρχεί στην όσφρησή της και υπέθεσε πως κάποιο λιβάνι είχαν ανάψει πρωτύτερα, αλλά δεν είδε τίποτα να καίει. Η Μάρω έγνεψε να φύγουν, μα για κάποιον ανεξήγητο λόγο εκείνη θέλησε να μείνει κι άλλο. Σαν να έπαιρνε δύναμη από αυτό το δωμάτιο, σαν να συμβόλιζε την ελπίδα πως μπορεί να υπάρχει κι άλλος τρόπος να ζει κανείς τούτο τον βίο.

Κάθισε πάνω από ένα τέταρτο. Κάποιοι μπήκαν να προσκυνήσουν κι ύστερα βγήκαν, μα αυτή παρέμενε εκεί, ακίνητη σαν μαγνητισμένη. Όταν τελικά βγήκε, η φίλη της είχε αγοράσει τρία βιβλία. «Έτσι για να δούμε τελικά πόσο σωστά μου τα είπε η μάνα μου… Άντε και για ενίσχυση στο μοναστήρι».

Κατέβηκαν στην παραλία του Ωρωπού και κάθισαν σε ένα ταβερνάκι που είχε τραπέζια πλάι στην θάλασσα. Τα σύννεφα είχαν διαλυθεί και ο ήλιος της ζέσταινε το κορμί. Παρήγγειλαν να φάνε κι άρχισαν να κουβεντιάζουν περί Θεού και Εκκλησίας. Αράδιασαν αρνητικά περιστατικά που είχαν ακούσει για ρασοφόρους, προσπάθησαν να ξεσκονίσουν τις θεολογικές γνώσεις τους με βάση όσα θυμόντουσαν από το σχολείο, έπιασαν να φιλοσοφούν περί θαυμάτων, λογικής και μεταφυσικής.

Βοηθούσαν βέβαια και τα κρασάκια που κουτσόπιναν τρώγοντας, αλλά παρ’ όλα αυτά η αίσθηση της γαλήνης που της δημιουργήθηκε στο μοναστήρι παρέμενε τόσο έντονη, που δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει.
Πίσω στο εξοχικό ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν κι εκείνη άνοιξε το χοντρό πορτοκαλί βιβλίο με τον βίο και τα λόγια του Αγίου που της είχε χαρίσει η Μάρω. Άρχισε να το ξεφυλλίζει με μεγάλο ενδιαφέρον.

Παρ’ ότι είχε κοιμηθεί λίγο το βράδυ και το φαγητό την είχε βαρύνει, ξύπνησε αμέσως, καθώς τα γραφόμενα άρχισαν να διεγείρουν την ψυχή της. Οι λέξεις την συνέπαιρναν, ένιωθε όπως τότε που ήταν έφηβη και βυθιζόταν στα φιλοσοφικά βιβλία που πρωτοδιάβαζε, μα τώρα κουβαλούσε μεγάλο βάρος κι έτσι της φάνηκε παράξενο αυτό που συνέβαινε.

«Δεν είναι υγιές να λυπάται κανείς υπερβολικά για τις αμαρτίες του και να επαναστατεί εναντίον του κακού εαυτού του φθάνοντας μέχρι την απελπισία. Η απελπισία, η απογοήτευση είναι το χειρότερο πράγμα. Ο άνθρωπος τότε δεν μπορεί να κά­νει τίποτα· αχρηστεύεται. Λέει: Είμαι αμαρτωλός, άθλι­ος, είμαι τούτο, είμαι κείνο, δεν έκανα τούτο, δεν έκανα κείνο... Έπρεπε τότε, δεν έκανα τότε, τώρα τίποτα... Πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος».

Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις της και την είχε ψυχογραφήσει, μόνο που αυτός που έλεγε αυτά τα λόγια είχε πεθάνει εδώ και κάμποσα χρόνια! Συνέχισε να διαβάζει κι η έκπληξη κορυφώθηκε: «Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που βασανίζονται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρη του Θεού. Κάτι τέτοιοι γίνονται άγιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε. Θυμηθείτε τον Απόστολο Παύλο, τι λέγει: “Οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις”».

Μπορεί δηλαδή να υπάρχει ελπίδα και για εμένα; Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γοργά. Μπορεί να γίνει ένα θαύμα που θα με ξαναζωντανέψει και θα με κάνει να λυτρωθώ από τα λάθη μου κι από αυτόν τον κόμπο που νιώθω να σφίγγει το στομάχι μου; Μπορεί ο χρόνος να ανανεωθεί και ν’ αρχίσω να χαίρομαι πάλι την ζωή; Γίνονται τέτοια θαύματα;

Της ήρθε στον νου η γιαγιά της με τα θυμόσοφα λόγια της. Τι θα ’λεγε άραγε αυτή, άμα ζούσε; Σήκωσε τα βουρκωμένα μάτια της προς τα πάνω σαν να απευθυνόταν στην καλοκάγαθη γριούλα, έτσι όπως την θυμόταν τον τελευταίο χρόνο της ζωής της. «Γίνονται τέτοια θαύματα, γιαγιούλα;»

Λες και μια αόρατη δύναμη έπαιζε μαζί της για να την αναστατώσει, καθώς συνέχιζε με λαχτάρα την ανάγνωση: «Όταν είναι κανείς άδειος από τον Χριστό, τότε έρχονται χίλια δυο άλλα και τον γεμίζουν: ζήλιες, μίση, ανία, μελαγχολία, αντίδραση, κοσμικό φρόνημα, κοσμικές χαρές.

Προσπαθήστε να γεμίσετε την ψυχή σας με τον Χρι­στό, για να μην την έχετε άδεια. Η ψυχή μας μοιάζει με μια δεξαμενή γεμάτη νερό. Αν το νερό το ρίξεις προς τα λουλούδια, δηλαδή τις αρετές, τον δρόμο του καλού, θα ζεις την αληθινή χαρά και θα ατροφήσουν οι κακίες, τ’ αγκάθια».

Τι συγκλονιστικά λόγια! Σαν να χάιδευαν την κουρασμένη ψυχή της… Ένας πρωτόγνωρος ενθουσιασμός την κατέλαβε και συνέχισε να διαβάζει με αναφιλητά, καταλαβαίνοντας πως κάτι περίεργο συνέβαινε μέσα της, που δεν μπορούσε να το εξηγήσει.

«Ας σκορπίζομε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς, αδιαφορώντας για την στάση τους. Όταν έλθει μέσα μας η χάρις του Θεού, δεν θα ενδιαφερόμαστε αν μας αγαπάνε ή όχι, αν μας μιλάνε με καλοσύνη. Θα νιώθομε την ανάγκη εμείς να τους αγαπάμε όλους. Είναι εγωισμός να θέλομε οι άλλοι να μας μιλάνε με καλοσύνη».

Ασυναίσθητα, άρχισε να προσεύχεται! Δεν ήξερε τι λόγια να πει, είχε χρόνια να μπει σε εκκλησία, αλλά ήταν σαν να μιλούσε κάποιος από μέσα της. Μετά από καιρό κάποιος ιερέας θα της έλεγε πως ήταν το Άγιο Πνεύμα που την δίδασκε τι να πει. Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της, μόνο που δεν έμοιαζαν μ’ αυτά τα απελπισμένα δάκρυα που την συνόδευαν εδώ και καιρό. Τούτα τα κλάματα την ξαλάφρωναν, γέμιζαν τα πνευμόνια της με χαρά. Ένιωσε το σώμα της να αλαφρώνει, το βάρος στο στήθος της να εκμηδενίζεται.

Ποτάμι τα δάκρυα ύγραιναν το βιβλίο κι άρχισαν να μουτζουρώνουν την σελίδα, αλλά παρ’ όλα αυτά μπορούσε ακόμα να διαβάσει: «Η αγάπη προς τον αδελφό καλλιεργεί την αγάπη προς τον Θεό.

Είμαστε ευτυχισμένοι, όταν αγαπήσομε όλους τους ανθρώπους μυστικά. Θα νιώθομε τότε ότι όλοι μας αγαπούν. Κανείς δεν μπορεί να φθάσει στον Θεό, αν δεν περάσει απ’ τους ανθρώπους. Ν’ αγαπάμε, να θυσιαζόμαστε για όλους ανιδιοτελώς, χωρίς να ζητάμε ανταπόδοση. Τότε ισορροπεί ο άνθρωπος».

Εκείνο το βράδυ μελέτησε όλο το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος. Διάβαζε κι όλο υπογράμμιζε, κάθε πρόταση της φαινόταν σημαντική. Πολλές θεολογικές έννοιες δεν τις κατανοούσε, οπότε έβαζε ερωτηματικά, αλλού θαυμαστικά, σε κάποιες παραγράφους μάλιστα της ήρθε να βάζει έναν σταυρό δίπλα! Καθώς χάραζε, αποκαμωμένη πια, αποκοιμήθηκε.

Κάποια στιγμή πετάχτηκε μέσα στον ύπνο της συνειδητοποιώντας πως είχε δει ένα όνειρο πολύ διαφορετικό απ’ όσα συνήθιζε. Προσπάθησε να το συγκρατήσει, να μην το ξεχάσει.

Βρισκόταν σ’ έναν ολάνθιστο κήπο όπου σε κάποιο σημείο καθόταν ένας χαμογελαστός ηλικιωμένος μοναχός κι είχε απλωμένα τα χέρια του προς εκείνην. Όταν τον πλησίασε, εκείνος της είπε: «Δεν χορταίνεται αυτή η αγάπη. Όσο Τον αγαπάεις, τόσο λαχταράεις να Τον αγαπήσεις περισσότερο». Έγειρε πάλι στο στρώμα κι αποκοιμήθηκε μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.

Όταν το άλλο πρωί η φίλη της πήγε να την ξυπνήσει, την βρήκε να κοιμάται βαθιά μ’ αυτό το ίδιο χαμόγελο. Πάνω στο κομοδίνο ήταν ανοιχτό το βιβλίο και μια παράγραφος ήταν ολόκληρη υπογραμμισμένη, ενώ δίπλα είχε πολλά θαυμαστικά: «Για να μετανοήσει η ψυχή, πρέπει να ξυπνήσει. Εκεί, στο ξύπνημα αυτό, γίνεται το θαύμα της μετάνοιας.

Κι εδώ βρίσκεται η προαίρεση του ανθρώπου. Το ξύπνημα, ό­μως, δεν έγκειται μόνο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος μόνος δεν μπορεί. Επεμβαίνει ο Θεός. Τότε έρχεται η θεία χάρις.

Χωρίς την χάρη δεν μπορεί να μετανοήσει ο άνθρωπος. Η αγάπη του Θεού θα κάνει το παν. Μπορεί να μεταχειριστεί κάτι,‒μία ασθένεια ή κάτι άλλο –εξαρτάται– για να φέρει τον άνθρωπο σε μετάνοια. Άρα η μετάνοια διά της θείας χάριτος κατορθούται. Απλά και απαλά εμείς θα κάνομε μία κίνηση προς τον Θεό κι από κει και πέρα έρχε­ται η χάρις».

Εμφανίσεις: 254370
H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το Romfea.gr με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.
FOLLOW ROMFEA: